ἡμίπεπτος

From LSJ
Revision as of 19:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίπεπτος Medium diacritics: ἡμίπεπτος Low diacritics: ημίπεπτος Capitals: ΗΜΙΠΕΠΤΟΣ
Transliteration A: hēmípeptos Transliteration B: hēmipeptos Transliteration C: imipeptos Beta Code: h(mi/peptos

English (LSJ)

ον,

   A half-ripened, Plu.Caes.69; half-digested, τροφή Gal.11.666, al.

German (Pape)

[Seite 1169] halb gekocht, halb reif, καρποί, Plut. Caes. extr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίπεπτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὑψημένος, Πλούτ. Καίσ. 69· κατὰ τὸ ἥμισυ ὥριμος, Γαλην. 6. 311., 8. 598.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié cuit, à moitié mûr.
Étymologie: ἡμι-, πέπτω.

Greek Monolingual

ἡμίπεπτος, -ον (Α)
1. κατά το ήμισυ ώριμος, μισογινωμένος
2. μισοχωνεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πεπτος < πέσσω, πρβλ. ά-πεπτος, εύ-πεπτος].

Greek Monotonic

ἡμίπεπτος: -ον (πέσσω), μισομαγειρεμένος, μισοψημένος, σε Πλούτ.