μηχανοδίφης
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (διφάω)
A inventing artifices or machines, Ar.Pax 790.
German (Pape)
[Seite 181] ὁ, der Mittel u. Kunstgriffe aufsucht u. braucht, Ar. Pax 769.
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνοδίφης: -ου, ὁ, (δῑφάω) ὁ εὑρίσκων τεχνάσματα ἢ μηχανάς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui est à la recherche d’expédients.
Étymologie: μηχανή, διφάω.
Greek Monolingual
μηχανοδίφης, ὁ (Α)
αυτός που επινοεί τεχνάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ» πρβλ. αστρο-δίφης, φυσιο-δίφης].
Greek Monotonic
μηχᾰνοδίφης: -ου, ὁ (δῑφάω), αυτός που εφευρίσκει τεχνάσματα, σε Αριστοφ.