συνάρω
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
German (Pape)
[Seite 1004] (s. ἄρω), wie συναρμόζω, zusammenfügen u. verbinden; – intrans., συνήραρεν ἀοιδή, der Gesang hing zusammen, war verbunden, H. h. Apoll. 164; φάλαγξ συναραρυῖα, Luc. Zeux. 8.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. συνῆρσα et pf. συνάραρα, ion. συνάρηρα;
être ajusté, uni.
Étymologie: σύν, *ἄρω.