στασιώτης

From LSJ
Revision as of 01:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰσιώτης Medium diacritics: στασιώτης Low diacritics: στασιώτης Capitals: ΣΤΑΣΙΩΤΗΣ
Transliteration A: stasiṓtēs Transliteration B: stasiōtēs Transliteration C: stasiotis Beta Code: stasiw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (

   A στάσις B. 111) mostly in pl., members of a party or faction in a state, partisans, οἱ τοῦ Μεγακλέος σ. Hdt.1.60, cf. 59,173, al.; acting as a body-guard, Antipho Fr.1.    2 metaph. (with punning allusion to στάσις B. 1.1), οἱ τοῦ ὅλου σ. the partisans of 'The Whole', opp. οἱ ῥέοντες, Pl.Tht.181a; σ. τῆς φύσεως καὶ ἀφυσίκους, of Parmenides and Melissus, who denied motion, Arist. ap. S.E.M.10.46.

German (Pape)

[Seite 930] ὁ, der Aufrührer, Empörer, der zu einer Partei Gehörige, die im Aufstande begriffen ist; bes. im plur. die Anhänger einer Partei, einer politischen Faktion, οἱ τοῦ Μεγακλέους στασιῶται, Her. 1, 60; ἐξήλασε τοὺς στασιώτας αὐτοῦ, 1, 173, u. öfter; vgl. Xen. Hell. 7, 1, 43; Sp. – Bei Plat. Theaet. 181 a heißen οἱ τοῦ ὅλου στασιῶται, im Ggstz der ῥέοντες, diejenigen, welche das Feststehen, die Unveränderlichkeit von Allem annehmen.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰσιώτης: -ου, ὁ, (στάσις Β. ΙΙΙ) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὰ μέλη πολιτικῆς μερίδος, οἱ ἀνήκοντες εἰς φατρίαν, ὀπαδοί, οἱ τοῦ Μεγακλέους στ. Ἡρόδ. 1. 60, πρβλ. 59, 173, κ. ἀλλ.· ὁ ἐνεργῶν ὡς σωματοφύλαξ, Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ.· -οἱ στ. τοῦ ὅλου, οἱ ἀποδεχόμενοι τὴν θεωρίαν ταύτην, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξ. στάσιμοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ῥέοντες, Πλάτ. Θεαίτ. 181Α, ἴδε παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 46. -Πρβλ. στασιαστής. - Καθ’ Ἡσύχ. «οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς τάξεως».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
séditieux, factieux ; simpl. affilié à un parti politique : τινος partisan de qqn.
Étymologie: στάσις.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
στασιαστής, άτομο που μετέχει σε στάση
αρχ.
1. μέλος κομματικής φατρίας («οἱ τοῡ Μεγακλέους στασιῶται», Ηρόδ.)
2. σωματοφύλακας
3. (κατά τον Ησύχ.) «στασιῶται
οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς τάξεως»
4. φρ. α) «οἱ στασιῶται τοῡ ὅλου» — οι φιλόσοφοι που δέχονταν τη στασιμότητα, το αμετάβλητο του κόσμου
β) «στασιῶται τῆς φύσεως» — οι φιλόσοφοι που δεν δέχονταν την κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + -ιώτης, πιθ. κατά τα στρατιώτης, πατριώτης.

Greek Monotonic

στᾰσιώτης: -ου, ὁ (στάσις), κατά κανόνα στον πληθ., μέλη πολιτικής παράταξης ή φατρίας, οπαδοί, φραξιονιστές, στασιαστές, σε Ηρόδ., Αττ.