προαγόρευσις

From LSJ
Revision as of 01:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγόρευσις Medium diacritics: προαγόρευσις Low diacritics: προαγόρευσις Capitals: ΠΡΟΑΓΟΡΕΥΣΙΣ
Transliteration A: proagóreusis Transliteration B: proagoreusis Transliteration C: proagorefsis Beta Code: proago/reusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A foretelling, Arist.Po. 1454b5; prophecy, prediction, Diogenian.Epicur.4.18 (pl.), J.Ap.1.29, BJ2.8.12 (pl.), Plu.Sull.7 (pl.); prognosis, Hp.Aph.2.19 (pl., v.l.).    II proclamation, App.BC1.26; warning, prohibition, J.AJ18.8.2, 18.9.2, Poll.8.66.

German (Pape)

[Seite 704] ἡ, das Vorhersagen; Hippocr.; Arist. poet. 15; Plut. Syll. 7 orac. def. 7.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγόρευσις: ἡ, τὸ προαγορεύειν, Ἀριστ. Ποιητ. 15. 10, Πλουτ. Σύλλ. 7. ΙΙ. προκήρυξις, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 26. 2) = πρόρρησις ΙΙ. 2, Πολυδ. Η΄, 66. ― Καθ’ Ἡσύχ. «προαγόρευσις· προφητεία».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
prédiction.
Étymologie: προαγορεύω.

Greek Monolingual

-εύσεως, ή, ΜΑ προαγορεύω
προφητεία
αρχ.
1. η ενέργεια του προαγορεύω, το να λέει κανείς κάτι εκ τών προτέρων, να προλέγει
2. πρόγνωση
3. προκήρυξη
4. απαγόρευση συμμετοχής στα ιερά και στην αγορά τών κατηγορουμένων για φόνο ώσπου να εκδοθεί η δικαστική απόφαση.

Greek Monotonic

προᾰγόρευσις: ἡ, ομιλία εκ των προτέρων, διακήρυξη από πριν, σε Αριστ., σε Πλουτ.