διακηρύσσω

From LSJ
Revision as of 22:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακηρύσσω Medium diacritics: διακηρύσσω Low diacritics: διακηρύσσω Capitals: ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΩ
Transliteration A: diakērýssō Transliteration B: diakēryssō Transliteration C: diakirysso Beta Code: diakhru/ssw

English (LSJ)

   A proclaim by herald, ἐν διακεκηρυγμένοις in declared war, Plu.Arat.10: metaph., ἀσεβὲς εἶναι . . Phld.Herc.862.12.    2 Med., = διακηρυκεύομαι, D.S.18.7.    3 sell by auction, τὴν οἰκίαν Philostr.VS2.21.1 (Pass.); τὴν οὐσίαν Plu.Cic.33.    4 celebrate, ἡ παροιμία δ. τινά Iamb.VP6.30.

Greek (Liddell-Scott)

διακηρύσσω: μέλλ. -ξω, διὰ κήρυκος ποιῶ γνωστόν, ἐν διακεκηρυγμένοις, εἰς κεκηρυγμένον πόλεμον, Πλούτ. Ἀράτ. 10. ― Μέσ. = τῷ προηγ. Ι, Διόδ. 18. 7. 2) πωλῶ ἐν δημοπρασίᾳ, τὴν οἰκίαν Φιλόστρ. 603· τὴν οὐσίαν Πλούτ. Κικ. 33.

French (Bailly abrégé)

f. διακηρύξω, etc.
1 faire annoncer par un héraut ; ἐν διακεκηρυγμένοις PLUT dans les guerres déclarées;
2 faire mettre aux enchères par le crieur public.
Étymologie: διά, κηρύσσω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
1 proclamar δ[ι] εκήρυξεν ἀσεβὲς εἶναι τὸ ποιεῖν ἄλλως Anon.Herc.862.12.15, τὸ εὐαγγελικὸν ... κήρυγμα Cyr.Al.Luc.1.95, τὸν ἀρχιερέα Cyr.Al.M.68.492B, cf. Gr.Nyss.Eun.3.9.15, abs. διακηρύσσοντες mediante proclamaciones I.BI 1.93
declarar en v. pas. πρὸς τοῖς κακοῖς ἀδρανῆ καὶ ἄτολμον καὶ πανοῦργον τὸν πάσχοντα διακηρύσσεσθαι Vett.Val.236.5
τὰ διακεκηρυγμένα los hechos de dominio público ἐν τοῖς ὑπαίθροις καὶ διακεκηρυγμένοις Plu.Arat.10.
2 vender en subasta pública τὴν ... οὐσίαν Plu.Cic.33, en v. pas. τῆς οἰκίας διακηρυττομένης Philostr.VS 603.
3 celebrar ἡ παροιμία τὸν ἐκ Σάμου κομήτην ἐπὶ τῷ σεμνοτάτῳ διακηρύττει Iambl.VP 31.
4 en v. med. enviar un heraldo ὁ δὲ Πείθων νικήσας τῇ μάχῃ διεκηρύξατο πρὸς τοὺς ἡττημένους D.S.18.7.

Greek Monolingual

και -ττω (AM διακηρύσσω και -ττω)
διαλαλώ, γνωστοποιώ δημόσια με κήρυκα
μσν.- νεοελλ.
1. αναγγέλλω εγγράφως ή μέσω του Τύπου
2. διαδίδω κάτι επαναλαμβάνοντάς το συνεχώς
αρχ.
1. πουλώ σε δημοπρασία
2. μέσ. διακηρύσσομαι και -ττομαι
διαπραγματεύομαι μέσω κήρυκα.

Greek Monotonic

διακηρύσσω: μέλ. -ξω,
1. γνωστοποιώ κάτι μέσω κήρυκα, ἐν διακεκηρυγμένοις, σε πόλεμο που έχει κηρυχθεί, σε Πλούτ.
2. πουλώ σε δημοπρασία, πλειστηριάζω, στον ίδ.