συμμητιάομαι

From LSJ
Revision as of 21:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμητῐάομαι Medium diacritics: συμμητιάομαι Low diacritics: συμμητιάομαι Capitals: ΣΥΜΜΗΤΙΑΟΜΑΙ
Transliteration A: symmētiáomai Transliteration B: symmētiaomai Transliteration C: symmitiaomai Beta Code: summhtia/omai

English (LSJ)

   A take counsel with or together, Il.10.197.

German (Pape)

[Seite 982] dep. med., mit, zusammen berathen, αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι, Il. 10, 197.

Greek (Liddell-Scott)

συμμητιάομαι: ἀποθ., σκέπτομαι ὁμοῦ, συσκέπτομαι, αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι, «κοινῇ γνώμῃ σκέψασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 197.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
seul. inf. prés. épq. συμμητιάασθαι;
délibérer ensemble.
Étymologie: σύν, μητιάω.

English (Autenrieth)

inf. -άασθαι: take counsel together, Il. 10.197†.

Greek Monotonic

συμμητιάομαι: αποθ., σκέπτομαι από κοινού, συσκέπτομαι, συνδιασκέπτομαι, σε Ομήρ. Ιλ.