προκατάκειμαι

From LSJ
Revision as of 01:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκατάκειμαι Medium diacritics: προκατάκειμαι Low diacritics: προκατάκειμαι Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: prokatákeimai Transliteration B: prokatakeimai Transliteration C: prokatakeimai Beta Code: prokata/keimai

English (LSJ)

   A lie down before, at meals, Luc. Merc.Cond.26,Hld.4.16.

German (Pape)

[Seite 728] (s. κεῖμαι), sich davor od. vorher niederlegen, Luc. de merc. cond. 26, bei Tisch einen höheren Platz einnehmen, s. προκατακλίνω.

Greek (Liddell-Scott)

προκατάκειμαι: Παθ., κατάκειμαι, εἶμαι ἀνακεκλιμένος πρὸ ἄλλου τινός, ὡς π.χ. ἐν δείπνῳ, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 26, Ἡλιόδ. 4. 16.

French (Bailly abrégé)

être couché (à table) à la première place ou sur un lit plus élevé que les autres.
Étymologie: πρό, κατάκειμαι.
Par. προκατακλίνω.

Greek Monolingual

Α
είμαι ξαπλωμένος μπροστά από κάποιον άλλο, όπως σε δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατάκειμαι «είμαι ξαπλωμένος»].

Greek Monotonic

προκατάκειμαι: Παθ., ξαπλώνω μπροστά από κάτι, σε Λουκ.