πιτυλεύω

From LSJ
Revision as of 01:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐτῠλεύω Medium diacritics: πιτυλεύω Low diacritics: πιτυλεύω Capitals: ΠΙΤΥΛΕΥΩ
Transliteration A: pityleúō Transliteration B: pityleuō Transliteration C: pityleyo Beta Code: pituleu/w

English (LSJ)

(πίτυλος)

   A ply the sweeping oar, Ar.V.678.    2 = sq. 1, Com.Adesp.3 D.

German (Pape)

[Seite 622] die Hände im Rudern schnell bewegen, dah. übh., wie ἐρέσσω, sich rasch bewegen, sich rühren, thätig sein. Ar. Vesp. 678.

Greek (Liddell-Scott)

πῐτῠλεύω: (πίτυλος) πιτυλίζω, μεταφορ., μοχθῶ, πολλὰ μὲν ἐν γῇ, πολλὰ δ’ ἐφ’ ὑγρὰ πιτυλεύσας Ἀριστοφ. Σφ. 678.

French (Bailly abrégé)

s’agiter vivement, se trémousser.
Étymologie: πίτυλος.

Greek Monolingual

Α πίτυλος
1. (στην κωπηλασία) κουνώ γρήγορα τα χέρια μου
2. (κατ' επέκτ.) κωπηλατώ και, γενικά, εκτελώ κάτι με ταχύτητα
3. πιτυλίζω.

Greek Monotonic

πῐτῠλεύω: μέλ. -σω (πίτυλος), χειρίζομαι το κουπί που παφλάζει, δημιουργώ ήχο με το κουπί, πιτσιλίζω, σε Αριστοφ.