σκυθρωπασμός
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ὁ,
A sadness of countenance, [τῶν φιλοσόφων] Plu.2.43f, cf. 378f.
German (Pape)
[Seite 906] ὁ, zorniges, mürrisches, trauriges Ansehen, finstere, betrübte Miene, Plut. de audit. 7.
Greek (Liddell-Scott)
σκυθρωπασμός: ὁ σκυθρωπότης προσώπου, τῶν φιλοσόφων Πλούτ. 2. 49F.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
air sombre, triste.
Étymologie: σκυθρωπάζω.
Greek Monolingual
ὁ, Α σκυθρωπάζω
η κατάσταση και το αποτέλεσμα του σκυθρωπάζω, κατήφεια, κατσούφιασμα («καὶ μειδίαμα καὶ σκυθρωπασμὸς αὐτῶν... ἔχει τινὰ καρπὸν ὠφέλιμον», Πλούτ.).