ὅρος

From LSJ
Revision as of 19:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht

Menander, Monostichoi, 372
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅρος Medium diacritics: ὅρος Low diacritics: όρος Capitals: ΟΡΟΣ
Transliteration A: hóros Transliteration B: horos Transliteration C: oros Beta Code: o(/ros

English (LSJ)

Corc. ὄρϝος IG9(1).698.1 (written

   A ὄρβος 700.1); Cret. and Arg. ὦρος SIG685.59, Mnemos.42.332 ; Heracl. ὄρος Tab.Heracl.1.53, al., cf. ἄντορος; Ion. οὖρος GDI5518 and 5493b25, Democr.4, Hdt. (v. infr.) (also Theraean IG12(3).436); Megarian ὄρρος (?) Berl.Sitzb.1888.885, cf. ὁμορέω: ὁ:—boundary, landmark, ἀμφ' οὔροισι δύ' ἀνέρε δηριάασθον Il.12.421 ; λίθον... τόν ῥ' ἄνδρες πρότεροι θέσαν ἔμμεναι οὖρον ἀρούρης 21.405 ; ἐγὼ δὲ τούτων ὥσπερ ἐν μεταιχμίῳ ὅ. κατέστην Sol. ap. Arist.Ath.12.5 : the regions separated by the boundary are usu. in gen., οὖρος τῆς Μηδικῆς ἀρχῆς καὶ τῆς Λυδικῆς Hdt.1.72, etc.: in dat., οὐδεὶς ὅρος ἐκ θεῶν χρηστοῖς οὐδὲ κακοῖς E.HF669 (lyr.): with a single gen., ῥεῖθρον ἠπείροιν ὅρον A.Pr.790 ; γάμου ὅ. the time within which one may marry, Pl.Lg.785b ; οἱ ὅ. τῶν διαστημάτων the notes which limit the intervals in the musical scale, Id.Phlb. 17d, cf. Aristox. Harm.pp.49,56 M. ; ὅροι τρεῖς ἁρμονίας... νεάτης τε καὶ ὑπάτης καὶ μέσης Pl.R.443d ; ἐς ἑβδομήκοντα ἔτεα οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ προτίθημι I set the limit of human life at seventy years, Hdt.1.32, cf. 74, 216; ζωᾶς ὅρον ἡμετέρας B.5.144: abs., εἰς τὸν τόπον... ἐν οἷς ἂν . . ὅρους θῶνται τῶν ὠνίων wherever (they) appoint fixed places for trading, Pl.Lg.849e; decision of a magistrate, ὅρον δώσω PThead.15.20 (iii A.D.); so ὅρον προσγράψαι D.23.40 ; ὅρους τοῖς βαρβάροις πήξαντες Lycurg.73 ; εἷς ὅρος παγήσεται Th.4.92 ; τὸν ὅρον ὑπερβάντες Pl.R. 373d, etc.: also in pl., bounds, boundaries, ἐν οὔροισι χώρης Hdt.4.52, cf. 125; τοὺς Αἰγυπτίων οὔρους Id.2.17; ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις Pi.O.6.77 ; γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις A.Pr.666; τὸ ἀκόντιον ἔξω τῶν ὅ. τῆς αὑτοῦ πορείας . . ἐξενεχθὲν ἔτρωσεν αὐτόν Antipho 3.2.4 ; ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων Pl.Ti.25c.    2 metaph., ὅροι θεσπεσίας ὁδοῦ A.Ag.1154 (lyr.); θῆλυς ὅ. the boundary of a woman's mind, v. ἐπινέμω 11.3.    II memorial stone or pillar, Hdt.1.93 : esp.    b pillar (whether inscribed or not, cf. Harp.) set up on mortgaged property, to serve as a bond or register of the debt, Sol.36 ; ὅπως . . ὅροι τεθεῖεν Is.6.36 : with gen. of the amount, τίθησιν ὅρους ἐπὶ μὲν τὴν οἰκίαν δισχιλίων (sc. δραχμῶν), ἐπὶ δὲ τὸ χωρίον ταλάντου D.31.1, cf. 25.69 ; δανείζειν τοὺς ἱερέας . . ἐπὶ χωρίῳ . . καὶ ὅρον ἐφιστάναι IG22.1183.29, cf. D. 41.6, Thphr.Char.10.9 : specimens are IG12(7).412 (Amorgos), 22.2642,al.    c boundary-stone marking the limits of temple-lands, ὅ. τοῦ ἱεροῦ ib.12.858, cf. 860,22.2597, al.; ὅρος· μὴ τοιχοδομεῖν ἐντὸς τῶν ὅρων ἰδιώτην ib.7.422 (Orop.), cf. 1785 (Thesp.), etc. ; ὅ. κρήνης, λεσχέων δημοσίων, ὁδοῦ, etc., ib.12.874,888,877, etc. ; similarly, ὅ. σήματος ib.903, al., 22.2568, al.; ὅ. μνημάτων ib.12.906; ὅ. μνήματος ib.22.2527, al.; ὅ. θήκης ib.2586, al.    III standard, measure, ἢν δ' ἄγαν δοκῶ χρονίζειν . . Answ. τοῦδ' ὅ. τίς ἐστί μοι; E.IT1219 ; ὅροι τῶν ἀγαθῶν καὶ κανόνες D.18.296 ; rule, canon, εἷς ὅρος, μία βροτοῖσίν ἐστιν εὐτυχίας ὁδός B.Fr.7 ; ὅρον πολιτείας ὁλιγαρχικῆς ταξάμενοι πλῆθος χρημάτων Pl.R.551a ; ἀριστοκρατίας ὅρος ἀρετή, ὀλιγαρχίας πλοῦτος Arist.Pol.1294a10 ; ὁμολογίᾳ θέμενοι ὅρον, εἰς τοῦτο ἀποβλέποντες καὶ ἀναφέροντες τὴν σκέψιν ποιώμεθα Pl.Phdr.237d: hence, end, aim, ἕν' ὅ. θέμενος παντὶ τρόπῳ μ' ἀνελεῖν D.21.105.    IV in Logic, term of a proposition (whether subject or predicate), Arist.APr.24b16, Cael.282a1, al. ; ὅ. μέσος the middle term, Id.EN1142b24, cf. APr. 25b33 sq. : hence,    b definition, ἔστι ὅ. λόγος ὁ τὸ τί ἦν εἶναι σημαίνων Id.Top.101b39, cf. 139a24, al. ; defined as ἡ τοῦ ἰδίου ἀπόδοσις Chrysipp.Stoic.2.75 : in pl., title of pseudo-Platonic work.    c premiss of a syllogism, ὅ. κατηγορικοί, στερητικοί, Arist.APr.29a21, cf. 31b33, al.    2 Math., term of a ratio or proportion, Archyt.2, Arist.EN1131b5 sqq., Euc.5Def.8, Nicom.Ar.1.8.    3 pl., terms, conditions, συνθέσθαι πρός τινα ἐπὶ ὅροις, ὥστε . . CPR19.8 (iv A.D.).    4 Astrol., οἱ τρεῖς ὅ. the three terms, used in various calculations, Vett. Val.304.1, al. (Spir. lenis in some dialects which have not lost spir. asper is inferred from absence of a sign for h in Corc. ὄρϝος, Arg.ὦρος, Heracl. ὄρος, cf. ἄντορος.)

German (Pape)

[Seite 386] ὁ, ion. u. ep. οὖρος, die G rä nze; ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις, Pind. Ol. 6, 77; Tragg., γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις, Aesch. Prom. 669, τὸ μὴ περᾶν ὅρον τόπων, Eum. 901; übertr., πόθεν ὅρους ἔχεις θεσπεσίας ὁδοῦ, Ag. 1125; γῆς δὲ μὴ 'μβαίνῃς ὅρων, Soph. O. C. 401; γῆς πατρᾠας ὅρον ἐκλιπεῖν, Eur. El. 1315, öfter; u. in Prosa, ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων, Plat. Tim. 25 e; bes. Bestimmung eines Begriffes, Definition, = ὁρισμός, Arist. rhet. 2, 8; Plat. def. 414 heißt ὅρος λόγος ἐκ διαφορᾶς καὶ γένους συγκείμενος; so bei Plat. öfter; οὐκ ἄρα οὗτος ὅρος ἐστὶ δικαιοσύνης ἀληθῆ λέγειν, Rep. I, 331 d; ἢ ὁ αὐτὸς ὅρος ἐστὶ τοῦ βελτίονος καὶ τοῦ κρείττονος, Gorg. 488 c, haben sie denselben Umfang des Begriffs; auch die Gränze, die Schranken, das Maaß, ὑπερβάντες τὸν τῶν ἀναγκαίων ὅρον, Rep. II, 373 d; ὅρους θέσθαι τῶν ὠνίων, Legg. VIII, 849 c; vgl. Pol. πάντας τοὺς τῆς πίστεως ὅρους ὑπερβαίνειν, 25, 4, 3; – auch = Verhältniß, ἁρμονίας, Plat. Rep. IV, 443 d, διαστημάτων, Phil. 17 c. – In Athen sind ὅροι die Anschlagetafeln, welche mit Angabe der Schuldforderung an verschuldete, verpfändete Häuser geheftet werden, Harpocr. τὰ ἐπόντα ταῖς ὑποκειμέναις οἰκίαις καὶ χωρίοις γράμματα, ἃ ἐδήλου, ὅτι ὑπόκεινται δανειστῇ; so ὅρους τιθέναι ἐπὶ τῆς οἰκίας, Is. 6, 37; τίθησιν ὅρους ἐπὶ τὴν οἰκίαν δισχιλίων, ἐπὶ δὲ τὸ χωρίον ταλάντου, Dem. 31, 1; τοὺς ὅρους ἀπὸ τῆς οἰκίας ἀφαιρεῖ, ib. 3, ἀνεῖλε, ib. 4, ὅρους ἔστησε, ib. 12; διέθετο ὅρους ἐπιστῆσαι χιλίων δραχμῶν ἐμοὶ τῆς προικὸς ἐπὶ τὴν οἰκίαν, 41, 6, als Hypothek auf das Haus einschreiben oder dieses zum Anschlag bringen lassen.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. borne, pierre servant de limite ; borne, limite, frontière en gén. ; fig.
1 limite ; règle de conduite, règle en gén.
2 but, fin qu’on se propose;
II. borne, stèle portant une inscription d’hypothèques.
Étymologie: DELG étym. peu sûre.

English (Slater)

ὅρος,
   1 boundary ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις (codd.: ὄρος Π, Snell, cf. Σ.) (O. 6.77) ]

Greek Monotonic

ὅρος: Ιων. οὗρος, ὁ,
I. 1. όριο, σημάδι που τίθεται για να δηλώνει το όριο, και στον πληθ. τα σύνορα, μεθόριος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· το όριο μεταξύ δύο τόπων δηλώνεται με με τη γεν. των δύο ονομάτων· οὗρος τῆς Μηδικῆς καὶ τῆς Λυδικῆς, σε Ηρόδ.· γενικά, σύνορο, όριο, ἑβδομήκοντα ἔτη οὗρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ προτίθημι, θέτω τα εβδομήντα χρόνια ως όριο ζωής για τον άνθρωπο, στον ίδ.· μεταφ., λέγεται για το μυαλό της γυναίκας που είναι περιορισμένο, σε Αισχύλ.
II. στον πληθ., λίθοι που χρησιμ. ως όρια (στῆλαι, cippi), και έφεραν επιγραφές, σε Ηρόδ.· στην Αττ., νομοθεσία, λίθινες πινακίδες που στήνονταν σε υποθηκευμένες γαίες ως επιβεβαίωση του χρέους, σε Δημ.
III. 1. όριο, κανόνας, καθεστώς, μέτρο, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ.
2. τέλος, σκοπός, σε Δημ. κ.λπ.
IV.στη Λογική του Αριστ., κύριος όρος μιας πρότασης, ο ορισμός του, το είδος του· ομοίως, στα Μαθηματικά ὅροι είναι οι όροι ενός συλλογισμού ή μιας αναλογίας, σε Αριστ.