δακρυοπετής
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ές,
A making tears fall, πάθεα A.Supp.113 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 519] ές, Thränen fallen machend, erregend, Aesch. Suppl. 112.
Greek (Liddell-Scott)
δακρυοπετής: -ές, ὁ κάμνων ὥστε νὰ πίπτωσι δάκρυα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 112.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui fait couler litt. tomber des larmes.
Étymologie: δάκρυον, πίπτω.
Spanish (DGE)
-ές
que hace caer lágrimas, que hace llorar πάθεα A.Supp.113.
Greek Monolingual
δακρυοπετής, -ές (Α)
αυτός που προκαλεί δάκρυα, που κάνει τα δάκρυα να πέφτουν απ' τα μάτια («πάθεα... βαρέα δακρυοπετῆ», Αισχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ(ον) + -πετής < πίπτω.