προσάρκτιος
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
ον,
A northerly, Plb.34.5.9, Str.1.4.5, J.BJ1.7.3.
German (Pape)
[Seite 752] gegen Norden gelegen, nördlich, Pol. 34, 5, 9 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσάρκτιος: -ον, ὁ πρὸς βορρᾶν, βόρειος, Πολύβ. 34. 5, 9, Στράβ. 64, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
septentrional.
Étymologie: πρός, ἄρκτος.
Greek Monolingual
-ον, Α
στραμμένος προς τον Βορρά, βορεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἄρκτιος «αρκτικός, βόρειος» (< ἄρκτος «Βορράς, Βόρειος Πόλος»)].
Greek Monotonic
προσάρκτιος: -ον (ἄρκτος), αυτός που στρέφεται προς βορρά, σε Στράβ.