ἐπιδιαγιγνώσκω
From LSJ
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
English (LSJ)
Ion.ἐπιδια-γῑνώσκω,
A consider afresh, Hdt.1.133.
German (Pape)
[Seite 937] (s. γιγνώσκω), hernach, wieder betrachten, überlegen, Her. 1, 133, dem προβουλεύεσθαι entgegenstehend.
French (Bailly abrégé)
examiner ou discuter de nouveau.
Étymologie: ἐπί, διαγιγνώσκω.
Greek Monotonic
ἐπιδιαγιγνώσκω: Ιων. -γῑνώσκω, σκέπτομαι από την αρχή, κρίνω εκ νέου, σε Ηρόδ.