ἀμφίλινος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον,
A bound with flaxen thongs, κρούπαλα S.Fr.44 (apptly. λῑν-, but the line is corrupt).
German (Pape)
[Seite 140] = λινόδετος, Soph. frg. 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίλῐνος: -ον, λινόδετος, δεδεμένος δηλ. διὰ λινοῦ δεσμοῦ ἢ ταινίας, Σοφ. Ἀποσπ. 43.
Spanish (DGE)
(ἀμφίλῐνος) -ον de bandas o cordones de lino κρούπαλα S.Fr.44.
Greek Monolingual
ἀμφίλινος, -ον (Α)
ο δεμένος με λινά λουριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -λινος < λίνον.