Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμφίθυρος

From LSJ
Revision as of 17:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίθῠρος Medium diacritics: ἀμφίθυρος Low diacritics: αμφίθυρος Capitals: ΑΜΦΙΘΥΡΟΣ
Transliteration A: amphíthyros Transliteration B: amphithyros Transliteration C: amfithyros Beta Code: a)mfi/quros

English (LSJ)

ον,

   A with a door on both sides, with double entrance, οἶκος S.Ph.159; οἰκία Lys.12.15; Boeot. ἀμφιθίουρος, ὁ, as Subst., IG7.2876 (Coronea).    II Subst. ἀμφίθυρον, τό, hall, Theoc.14.42.

German (Pape)

[Seite 139] von beiden Seiten eine Thür, einen Eingang habend, οἶκος Soph. Phil. 159; Theocr. 14, 42; Lyc. 12, 15; Plut. Lyc. et Num. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίθῠρος: -ον, ὁ ἔχων διπλῆν εἴσοδον, «οἰκία ἔχουσα ἀμφοτέρωθεν θύρας», Ἡσύχ.· οἶκος Σοφ. Φ. 159· οἰκία Λυσ. 121. 23. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἀμφίθυρον, τό, πρόδομος, Θεόκρ. 14. 42. Ἐν τῇ ἐκκλ. παραπέτασμα πρὸ τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, Ἱωάν. Χρυσ. VII. 796Β:-ἰδίως δὲ παραπέτασμα κρεμάμενον ἐν τῇ θύρᾳ τοῦ ἱεροῦ, = βηλόθυρον, βημόθυρον, Χρυσ. Χ. 581Β, XI. 23D, Εὐάγρ. 2877Α κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une porte ou une entrée de deux côtés ; τὸ ἀμφίθυρον salle à deux portes.
Étymologie: ἀμφί, θύρα.

Spanish (DGE)

(ἀμφίθῠρος) -ον

• Alolema(s): beoc. ἀμφίθιουρος IG 7.2876 (Coronea); tarent. ἀμπίθυρον Hsch.
I de dos puertas οἶκος S.Ph.159, Plu.Num.26, οἰκία Lys.12.15, Plu.2.835f, νεώς Luc.Am.13, σταθμοί Nonn.D.3.135.
II subst.
1 ὁ ἀ. puerta trasera op. τὸ πρόθιουρον IG l.c., Poll.1.76.
2 τὸ ἀ. vestíbulo o entrada Theoc.14.42.
3 τὸ ἀ. cortina, cortinón en la entrada de una casa, Chrys.M.58.750, del velo del Templo de Jerusalén, Chrys.M.61.539.

Greek Monolingual

ἀμφίθυρος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει θύρα ή είσοδο και στις δύο πλευρές
2. (το ουδ. ως ουσ. στα Εκκλ.) τὸ ἀμφίθυρον
α) προθάλαμος, πρόδομος
β) (Εκκλ.) το παραπέτασμα που βρίσκεται μπροστά από τη θύρα του ναού και ειδικά μπροστά από το Άγιο Βήμα (αλλ. βήλον ή βημόθυρον).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θύρα.

Greek Monotonic

ἀμφίθῠρος: -ον (θύρα),
I. αυτός που έχει διπλή είσοδο, σε Σοφ.
II. ως ουσ., ἀμφίθυρον, τό, διάδρομος, σε Θεόκρ.