ἀνδρείκελον
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
τό,
A image of a man, App.BC2.147, APl.4.221 (Theaet.). II flesh-coloured pigment, Pl.R.501b, Cra.424e, X.Oec.10.5, Arist.GA725a26, Thphr.Lap.51.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρείκελον: τὸ, εἰκών, ὁμοίωμα ἀνδρός, Πλάτ. Πολ. 501 Β (ἐκτὸς ἂν ἐνταῦθα κεῖται τῆς ΙΙ. σημασ.), Ἀππ. Ἐμφ. 2. 147, Ἀνθ. Πλαν. 221. ΙΙ. εἶδος ψιμυθίου χρῶμα σαρκὸς ἔχοντος, ὥσπερ οἱ ζωγράφοι ... οἷον ὅταν ἀνδρείκελον σκευάζωσιν Πλάτ. Κρατ. 424 Ε, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ Ξεν. Οἰκ. 10. 5, Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 1. 18, 47, Θεοφρ. Λιθ. 51: πρβλ. Ρουγκ. Τίμ.
Greek Monotonic
ἀνδρείκελον: τό (ἀνήρ, εἴκελος),
I. εικόνα ανδρός, ομοίωμα, σε Πλάτ.
II. χρωστική ουσία στο χρώμα του δέρματος, στον ίδ.