ἀντιφεύγω

From LSJ
Revision as of 20:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφεύγω Medium diacritics: ἀντιφεύγω Low diacritics: αντιφεύγω Capitals: ΑΝΤΙΦΕΥΓΩ
Transliteration A: antipheúgō Transliteration B: antipheugō Transliteration C: antifeygo Beta Code: a)ntifeu/gw

English (LSJ)

   A flee or go into exile in turn, ἀντί τινος E.El.1091.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφεύγω: πέμπομαι εἰς ἐξορίαν, ἢ φεύγω ὡς ἐξόριστος ἀντὶ ἄλλου, κοὔτ’ ἀντιφεύγει παιδὸς ἀντὶ σοῦ πόσις, καὶ οὔτε ἀντεξορίζεται οὗτος ὁ σύζυγός σου (ὁ Αἴγισθος) ὁ ἐξορίσας τὸν σὸν υἱὸν Ὀρέστην, Εὐρ. Ἠλ. 1091.

French (Bailly abrégé)

être dans l’exil pour expier l’exil d’un autre.
Étymologie: ἀντί, φεύγω.

Spanish (DGE)

ir al destierro a su vez παιδὸς ἀντὶ σοῦ a cambio del destierro de tu hijo E.El.1091.

Greek Monolingual

ἀντιφεύγω (Α)
εξορίζομαι για να τιμωρηθώ επειδή εξόρισα άδικα κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

ἀντιφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, φεύγω για την εξορία με τη σειρά μου, σε Ευρ.