γανόω
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
A make bright, polish, Plu.2.74e: metaph., τὰ πράγματα τοῖς εὐπροσωποτάτοις τῶν ἐπιθέτων ib.683e:—metaph. in Pass., ἀληθείας φωτὶ γεγανωμένα Dam.Pr.33,cf.26; ὰὴρ . . ζοφερὸς καὶ οἷον γεγανωμένος Agath.5.3; ἑοῖς ἐγάνωσεν ἰάκχοις glorified, Epigr.Gr.985 (Philae); make glad, delight, τὴν ψυχήν Ph.1.121:—Pass., to be made glad, exult, ταῦθ' ὡς ἐγανώθην Ar.Ach.7, Ph.1.c., al.:—esp. pf. part. Pass. γεγανωμένος bright, χλανίς Phld.Vit.p.21 J.; glad-looking, στίλβων καὶ γεγανωμένος Anacr.13A; γεγ. ὑπὸ τῆς ᾠδῆς, under the glamour of song, Pl.R.411a, cf. Phld.Mort.13, Plu.2.42c; γεγ. καὶ ἀνθηρός, of oratorical style, Id.TG2. II tin, lacker, ἀγγεῖον γεγανωμένον Crito ap.Gal.12.490; γ. τῷ κασσιτέρῳ Aët.12.55, cf. Eust.1188.61.
German (Pape)
[Seite 473] glänzend machen, glätten, καὶ ἐπιλεαίνω Plut. de ad. et am. discr. 52; χρώμασι, anstreichen, Symp. 5, 8, 2; γεγανωμένα, überzinnie Kupfergefäße, Medic.; – erheitern, Anacr. 48, 12; pass., ergötzt werden, Ar. Ach. 7; ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Plat. Rep. III, 411 a.
Greek (Liddell-Scott)
γανόω: λαμπρύνω, στιλβώνω, Πλούτ. 2 74D, 683E· ἑοῖς ἐγάνωσεν ἰάκχοις, ἐδόξασεν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 985· - παθ., πληροῦμαι χαρᾶς, ἀγάλλομαι, ταῦθ’ ὡς ἐγανώθην Ἀριστοφ. Ἀχ. 7· ἀλλ’ ἀείποτε σχεδὸν κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ. γεγανωμένος, ὡς τὸ Λατ. nitidus, Ἀνακρ. 11, Πλάτ. Πολ. 411A, πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 42Β· - παρ’ Εὐστ. 1188.61, γεγανωμένα, ἀγγεῖα διὰ κασσιτέρου ἐπικεχρισμένα.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et ao. ἐγάνωσα;
Pass. ao. ἐγανώθην, pf. γεγάνωμαι;
faire briller, rendre luisant, polir.
Étymologie: γάνος¹.
Spanish (DGE)
(γᾰνόω) I tr.
1 hacer brillar, pulir τὰ πληγέντα καὶ περικοπέντα τῶν ἀγαλμάτων Plu.2.74e, τῆς Ἀφροδίτης τὸ ἄγαλμα γανώσαντι IG 11(2).144B.5 (Delos IV a.C.), cf. ID 461.Ab.35
•en part. perf. med.-pas. brillante ἡ τῶν συν[α] ντώντων γεγ[α] νωμένη χλα[ν] ὶς ἐνοχλεῖ Phld.Vit.p.21, del aire durante un seísmo ἦν ἅπας ζοφερὸς καὶ οἷον γεγανωμένος Agath.5.3.4
•ret. del estilo oratorio ὁ (λόγος) Γαΐου πιθανὸς καὶ γεγανωμένος el estilo de Gayo vivo y brillante Plu.TG 2.
2 fig. adornar τοῖς εὐπροσωποτάτοις τῶν ἐπιθέτων ... τὰ πράγματα Plu.2.683e, en v. pas. τὰ ... ἀληθείας ... φωτὶ γεγανωμένα los (elementos) ... iluminados por la luz de la verdad Dam.Pr.33, cf. 26.
3 celebrar, cantar (στρατιά) ἃ ... ἐγάνωσεν ἰάκχοις Εἶσιν (sic), IPh.159.3 (I d.C.).
II intr. en v. med.-pas., fig. alegrarse, estar contento, deleitarse (Ἔρως) πόθῳ στίλβων ... καὶ γεγανωμένος Anacr.125, ἡ ψυχὴ γανωθεῖσα ... εἰπεῖν οὐκ ἔχει Ph.1.121
•c. ac. int. τί δὴ γανοῦσθαι τοῦτο; A.Fr.78c.55, ταῦθ' ὡς ἐγανώθην ¡qué placer me causó! Ar.Ach.7
•c. indicación de la causa ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Pl.R.411a, τίς ἂν οὐχὶ καὶ ἐν ταῖς τριόδοις ὁρῶν ἐγανώθη Aristid.Or.22.10, ἀνὴρ βασιλείῳ τύφῳ ... καὶ κολακείᾳ γεγανωμένος Agath.2.28.4.
III en metalurgia dar una baño de estaño en v. pas. ἀγγεῖον ... γεγανωμένον Crit.Hist. en Gal.12.490, τῷ κασσιτέρῳ Aët.12.55 (p.96), cf. Eust.1188.61.
Greek Monotonic
γᾰνόω: μέλ. -ώσω, κάνω κάτι λαμπρό, γυαλίζω — Παθ., είμαι γεμάτος από ευτυχία, αγάλλομαι, σε Αριστοφ.· μτχ. Παθ. παρακ. γεγανωμένος, όπως το Λατ. nitidus, εύχαρις, εύθυμος, κεφάτος, σε Πλάτ.