Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δαιταλεύς

From LSJ
Revision as of 10:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ὁποία δ' ἦν αὕτη ἡ παίδευσις δύναταί τις γιγνώσκειν διάλογόν τινα τοῦ Πλάτωνος σκοπῶν → It's possible to find out what kind of education that was by examining one of Plato's dialogues

Source

German (Pape)

[Seite 516] ὁ, der Schmauser, Aesch. Prom. 1024 vom Adler, der die Leber des Prometheus verzehrt. Vgl. Ath. VI, 270 a.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
convive.
Étymologie: δαίτη.

Spanish (DGE)

(δαιτᾰλεύς) -έως
comensal, partícipe de un banquete ὦ στωμυλῆθραι δαιταλεῖς Com.Adesp.115, dud. en IG 22.1267 (IV a.C.), ταῦτα τοῦ Δημοκρίτου ... ἐπῄνουν μὲν οἱ δαιταλεῖς Ath.270a, tal vez de un banquete público δαιταλεῖς· δαιτυμόνες καὶ θιασῶται καὶ συμπόται Paus.Gr.δ 3, cf. Eust.239.43, 901.9
Δαιταλεῖς tít. de comedia de Aristófanes, Ath.119b, Poll.10.120
fig. del águila que devoraba a Prometeo ἄκλητος ἕρπων δ. πανήμερος A.Pr.1024.

Greek Monolingual

δαιταλεύς (-έως), ο (Α)
1. αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο συνδαιτυμόνας
2. φρ. «ἄκλητος δαιταλεύς» (για τον αϊτό που έτρωγε το συκώτι του Προμηθέως, Αισχ.)
3. Δαιταλῆς
τίτλος κωμωδίας του Αριστοφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -ευς που προήλθε από δαίς (-τός) + (επίθημα) -αλος (πρβλ. δαιταλώμαι)].

Greek Monotonic

δαιταλεύς: -έως, ὁ (δαίνυμι), συμποσιαστής, γλεντοκόπος, συνδαιτημόνας, ομότροφος, σε Αισχύλ., Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαιταλεύς -έως, ὁ [δαίς] banketganger, banketgast:. ἄκλητος δ. ongenode banketgast (van de adelaar die de lever van Prometheus wegvreet) Aeschl. PV 1024.