εἰκοσινήριτος

From LSJ
Revision as of 18:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκοσῐνήρῐτος Medium diacritics: εἰκοσινήριτος Low diacritics: εικοσινήριτος Capitals: ΕΙΚΟΣΙΝΗΡΙΤΟΣ
Transliteration A: eikosinḗritos Transliteration B: eikosinēritos Transliteration C: eikosiniritos Beta Code: ei)kosinh/ritos

English (LSJ)

ον, (εἴκοσιν, ἀρι- 'count', cf. ἀριθμός) , δεκάκις τε καὶ εἰ. ἄποινα a ten-, yea

   A twentyfold ransom, Il.22.349.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκοσινήριτος: -ον, μόνον ἐν Ἰλ. Χ. 349, εἰκοσινήριτ’ ἄποινα, εἰκοσαπλασίονα λύτρα, (ἐκ τοῦ νήριτος = νήριστος, δηλ. ἄνευ ἔριδος, ἀδιαφιλονεικήτως εἰκοσαπλάσια, ἕτεροι ἐκ τοῦ εἴκοσιν ἐρίζοντα, δηλ. ἐξισούμενα· κατὰ τὸν Σχολ. «εἰκοσάκις ἐξισούμενα τῇ τοῦ σώματος σωτηρίᾳ. τὸ γὰρ ἐρίζειν ἐξισοῦσθαί ἐστιν»).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vingt fois innombrable, càd très grand.
Étymologie: εἴκοσι, νήριτος.

English (Autenrieth)

twenty-fold, Il. 22.349†.

Spanish (DGE)

(εἰκοσῐνήρῐτος) -ον
que vale veinte veces más c. el sent. aumentativo de que vale muchísimo más δεκάκις τε καὶ εἰ. ἄποινα Il.22.349.

Greek Monotonic

εἰκοσινήριτος: -ον, είκοσι φορές τόσος, σε Ομήρ. Ιλ.