ἔκτοσε

From LSJ
Revision as of 21:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκτοσε Medium diacritics: ἔκτοσε Low diacritics: έκτοσε Capitals: ΕΚΤΟΣΕ
Transliteration A: éktose Transliteration B: ektose Transliteration C: ektose Beta Code: e)/ktose

English (LSJ)

Adv.

   A outwards: c. gen., out of, ἔκτοσε χειρός Od.14.277.

German (Pape)

[Seite 782] heraus; δόρυ δ' ἔκβαλον ἔκτοσε χειρός Od. 14, 277.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτοσε: ἐπίρρ. ἔξω, ἐκτός, μετὰ γεν., δόρυ δ’ ἔκβαλον ἔκτοσε χειρὸς Ὀδ. Ξ. 277.

French (Bailly abrégé)

adv.
hors de, gén. avec idée de mouvement.
Étymologie: ἐκτός, -σε.

English (Autenrieth)

out of, w. gen., Od. 14.277†.

Spanish (DGE)

1 adv. hacia afuera Hdn.Gr.1.499.
2 prep. de gen. de, fuera de δόρυ δ' ἔκβαλον ἔ. χειρός solté de mi mano la lanza, Od.14.277.

Greek Monolingual

ἔκτοσε (Α)
επίρρ. έξω, εκτός (με γεν.) («δόρυ δ' ἔκβαλον ἔκτοσε χειρός», Οδ. ξ).

Greek Monotonic

ἔκτοσε: επίρρ., προς τα έξω· με γεν., έξω από, εκτός, σε Ομήρ. Οδ.