ἐμψυχία

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμψῡχία Medium diacritics: ἐμψυχία Low diacritics: εμψυχία Capitals: ΕΜΨΥΧΙΑ
Transliteration A: empsychía Transliteration B: empsychia Transliteration C: empsychia Beta Code: e)myuxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A having life in one, animation, Epicur.Fr.310, Plu.2.1053b, S.E.P.2.25, Theo Sm.p.187 H., Dam.Pr.18, Simp.in Ph.638.2.

German (Pape)

[Seite 821] ἡ, 1) das Beseeltsein; Sext. Emp. adv. math. 9, 199; Plut. stoic. rep. 41. – 2) Kälte, Archel. bei Stob. ecl. 1 p. 454.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμψῡχία: ἡ, τὸ ἔχειν ψυχήν, ζωήν, Πλούτ. 2. 1053Β, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 25. ΙΙ. ἐσωτερικὸν ψῦχος, Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον Στοβ. Ἐκλογ. 1. 454.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
état d’un être animé, vie.
Étymologie: ἔμψυχος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
posesión de alma, condición animada propia de hombres y dioses ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον Placit.2.4.5 (= Archel.Phil.A 14), ἄνθρωπός ἐστι τοιουτονὶ μόρφωμα μετ' ἐμψυχίας Epicur.267U., cf. Demetr.Lac.Herc.1055.17.1, ἵνα μή ... οἰηθῶμεν τὴν ψυχὴν ὥσπερ τὴν ἐμψυχίαν ἀθάνατον μὲν εἶναι Boeth.Stoic.3.267.12, τὴν περίψυξιν ἀρχὴν ἐμψυχίας ποιεῖ (Crisipo) al enfriamiento hace origen de animación Plu.2.1053b, cf. Them.in de An.25.34, ἐ. τοῦ πνεύματος Herm.in Phdr.114, τὰ τῆς ἐμψυχίας πάθη Procl.in Cra.p.87.

Greek Monolingual

ἐμψυχία, η (Α)
η ιδιότητα του έμψυχου, το να έχει κανείς ψυχή, ζωή, ζωηρότητα, ζωντάνια
αρχ.
το ψύχος, η ψυχρότητα ως κοσμικό στοιχείο αντίθετο του θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῡ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», Στοβ. Ανθ.).