ἐπικαταρρέω
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
A run down, of humours, from the head to other parts, Hp.Aër.3. II. fall down upon, νεκροῖς Plu.Pel.4.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. Pass. ἐπικατερρύην;
découler sur, tomber sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, καταρρέω.
Greek Monolingual
ἐπικαταρρέω (Α)
1. καταρρέω πάνω σε κάτι
2. (ειδ. για χυμούς) ρέω, κυλώ από το κεφάλι στα υπόλοιπα μέρη του σώματος
3. πέφτω πάνω σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐπικαταρρέω: μέλ. -ρεύσομαι, πέφτω πάνω σε, τινί, σε Πλούτ.