ἐπικαταρρέω

From LSJ
Revision as of 22:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαταρρέω Medium diacritics: ἐπικαταρρέω Low diacritics: επικαταρρέω Capitals: ΕΠΙΚΑΤΑΡΡΕΩ
Transliteration A: epikatarréō Transliteration B: epikatarreō Transliteration C: epikatarreo Beta Code: e)pikatarre/w

English (LSJ)

   A run down, of humours, from the head to other parts, Hp.Aër.3.    II. fall down upon, νεκροῖς Plu.Pel.4.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. Pass. ἐπικατερρύην;
découler sur, tomber sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, καταρρέω.

Greek Monolingual

ἐπικαταρρέω (Α)
1. καταρρέω πάνω σε κάτι
2. (ειδ. για χυμούς) ρέω, κυλώ από το κεφάλι στα υπόλοιπα μέρη του σώματος
3. πέφτω πάνω σε κάτι.

Greek Monotonic

ἐπικαταρρέω: μέλ. -ρεύσομαι, πέφτω πάνω σε, τινί, σε Πλούτ.