ἐπιλαβή
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ἡ,
A taking hold of, grasping, πέπλων τ' ἐπιλαβὰς ἐμῶν A. Supp.432 (lyr.). 2. handle, hold, ἐ. ἔχειν οὐδεμίαν Hp.Art.47.
German (Pape)
[Seite 955] ἡ, das Anfassen, πέπλων Aesch. Suppl. 427; Ort zum Anfassen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλᾰβή: ἡ, (ἐπιλαμβάνω) κράτησις, «πιάσιμον», πέπλων τ’ ἐπιλαβὰς ἐμῶν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 432. 2) λαβή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de saisir.
Étymologie: ἐπιλαμβάνω.
Greek Monolingual
ἐπιλαβή, ἡ (Α) λαβή
1. το να πιάνεις κάποιον από κάπου («πέπλων τ’ ἐπιλαβὰς ἐμῶν», Αισχύλ.)
2. λαβή.