ἡμίφλεκτος

From LSJ
Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίφλεκτος Medium diacritics: ἡμίφλεκτος Low diacritics: ημίφλεκτος Capitals: ΗΜΙΦΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: hēmíphlektos Transliteration B: hēmiphlektos Transliteration C: imiflektos Beta Code: h(mi/flektos

English (LSJ)

ον,

   A half-burnt, App.BC5.88, Luc.DDeor.13.2; by love, Theoc.2.133; half-cooked, Hp.Epid.2.6.29.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίφλεκτος: -ον, ἡμίκαυστος, ἡμιφλεγής, νῆες Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 88, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 13. 2· ἐξ ἔρωτος, Θεόκρ. 2. 133.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié brûlé ou consumé.
Étymologie: ἡμι-, φλέγω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίφλεκτος, -ον)
σχεδόν φαγωμένος από τη φλόγα, μισοκαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ-φλεκτος, ομό-φλεκτος].

Greek Monotonic

ἡμίφλεκτος: -ον (φλέγω), ημίκαυστος, ημιφλεγής, σε Θεόκρ., Λουκ.