θρυλίζω
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
A make a false note, h.Merc.488 (θρυαλ- codd.).
Greek (Liddell-Scott)
θρῡλίζω: (κοιν. θρυλλ-), κάμνω παραφωνίαν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 488.
French (Bailly abrégé)
1faire une fausse note sur la flûte.
Étymologie: θρῦλος.
2ao. Pass. poét. 3ᵉ sg. θρυλίχθη;
briser, mettre en pièces.
Étymologie: θρῦλος.
Greek Monolingual
θρυλίζω (Α) θρύλος
κάνω παραφωνία, παραφωνώ.
Greek Monotonic
θρῡλίζω: (λαϊκιστί θρυλλ-), κάνω παραφωνία, σε Ομηρ. Ύμν.