κατορθωτικός

From LSJ
Revision as of 21:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατορθωτικός Medium diacritics: κατορθωτικός Low diacritics: κατορθωτικός Capitals: ΚΑΤΟΡΘΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katorthōtikós Transliteration B: katorthōtikos Transliteration C: katorthotikos Beta Code: katorqwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A likely or able to succeed, opp. ἁμαρτητικός, Arist.EN1104b33; successful, ἐν ταῖς μάχαις Plu.Phil.8; μεγάλων [πραγμάτων] Vett. Val.15.10; virtuous, ἔρως Herm.in Phdr.p.170 A.

German (Pape)

[Seite 1405] ή, όν, recht machend, gut, glücklich ausführend, περί τι, Ggstz ἁμαρτητικός, Arist. Eth. 2, 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

κατορθωτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς εἰς τὸ κατορθοῦν, ἐπιτυγχάνειν, ἀντίθετον τῷ ἁμαρτητικὸς ἢ ἀποτευκτικὸς (πρβλ. κατορθοῦν, ἀντίθετ. ἁμαρτάνειν), Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 3, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
apte à bien diriger ; qui a du bonheur, du succès.
Étymologie: κατορθόω.

Greek Monolingual

κατορθωτικός, -ή, -όν (ΑΜ) κατορθωτής
ο ικανός να κατορθώνει, ο κατάλληλος να επιτυγχάνει («περί πάντα μὲν ταῡτα ὁ ἀγαθός κατορθωτικός ἐστιν, ὁ δὲ κακός, ἁμαρτητικός», Αριστοτ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κατορθωτικόν
η ιδιότητα αυτού που επιτυγχάνει («καὶ τὸ σὸν ἐν μάχαις γενναῑον καὶ ἀεὶ κατορθωτικόν», Νικ.Χων.)
αρχ.
1. ο κατορθωτής («εὐτυχὴς καὶ κατορθωτικὸς εὐθὺς ἐν ταῑς πρώταις γενόμενος μάχαις», Πλούτ.)
2. ενάρετος, αγαθός, αγνός.

Greek Monotonic

κατορθωτικός: -ή, -όν, πιθανός ή ικανός να πετύχει, σε Αριστ.