καταλογεύς
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
έως, ὁ, (καταλέγω (B) 1.3)
A officer who enrols citizens, Lys.20.13, Arist.Ath.49.2.
German (Pape)
[Seite 1361] ὁ, der eine Liste anlegt, bes. eine Liste der Bürger zum Kriegsdienst oder zu anderen Staatslasten, Lys. 20, 13; vgl. Phot. lex.
Greek (Liddell-Scott)
καταλογεύς: έως, ὁ, (καταλέγω ΙΙ) ὁ ἐκλέγων καὶ καταγράφων τους πολίτας ἐν καταλόγῳ διὰ τὴν στρατιωτικὴν ἢ καὶ δι’ ἄλλην δημοσίαν ὑπηρεσίαν, Λυς. 159.9, πρβλ. Φώτ.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
commissaire rédacteur des rôles militaires, à Athènes.
Étymologie: καταλέγω.