Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορθύνω

From LSJ
Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορθύνω Medium diacritics: κορθύνω Low diacritics: κορθύνω Capitals: ΚΟΡΘΥΝΩ
Transliteration A: korthýnō Transliteration B: korthynō Transliteration C: korthyno Beta Code: korqu/nw

English (LSJ)

or κορθύω, (κόρθυς)

   A lift up, raise, Ζεὺς κόρθυνεν ἑὸν μένος raised high his wrath, Hes.Th.853; εὖτέ με θυμὸς κορθύσῃ Hymn.Is. 150:—Pass., κῦμα κορθύεται waxes high, rears its crest, Il.9.7; ὕπερθε δὲ . . ἁλὸς κορθύεται ὕδωρ A.R.2.322.

Greek (Liddell-Scott)

κορθύνω: ἴδε ἐν λ. κορθύῳ.

French (Bailly abrégé)

amonceler, amasser.
Étymologie: κόρθυς.

Greek Monolingual

κορθύνω και κορθύω (Α) κόρθυς
1. ανυψώνω, ανεγείρω, σηκώνω ψηλά
2. αυξάνωΖεὺς δ', ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν μένος» — ο Δίας, αφού αύξησε την οργή του, Ησίοδ.).

Greek Monotonic

κορθύνω: και κορθύω[ῡ], (κόρθυς), ανυψώνω, σηκώνω, αυξάνω, Ζεὺς κόρθυνεν ἑὸν μένος, αύξησε την οργή του, σε Ησίοδ. — Παθ., κῦμακορθύεται, ανεβαίνει σε ύψος, ορθώνεται, αυξάνει, σε Ομήρ. Ιλ.