Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κύτταρος

From LSJ
Revision as of 11:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύτταρος Medium diacritics: κύτταρος Low diacritics: κύτταρος Capitals: ΚΥΤΤΑΡΟΣ
Transliteration A: kýttaros Transliteration B: kyttaros Transliteration C: kyttaros Beta Code: ku/ttaros

English (LSJ)

ὁ,

   A cell of a honeycomb, Id.V.1111, Arist.HA551b5, 554a18, 555a1.    2 pit in the receptacle of Nelumbium speciosum, Thphr.HP4.8.7.    b male flower of the pine, ib.3.3.8, 3.7.3.    c = ἐχῖνος 111.1, τῶν δρυῶν οἱ κ., Hsch.    3 metaph., τοὐρανοῦ τὸν κ. the pinnacle of the dome of heaven, Ar.Pax199.

German (Pape)

[Seite 1539] auch κύταρος geschrieben, ὁ, wie κύτος, jeder hohle Raum, jede Höhlung, Wölbung; οὐρανοῦ Ar. Pax 199, mit komischer Anspielung auf die anderen Bdtgn; bes. – a) Bienenzellen; Vesp. 1111; Arist. H. A. 5, 19. 9, 40; Ael H. A. 5, 11. – b) der Kelch, in dem die Eichel sitzt, τὸ πῶμα τῆς βαλάνου, Schol. Ar. Th. 523, vgl. Schol. Ar. Vesp. 1106. – c) der männliche Blüthenzapfen an den Fichten; Schol. Ar. Paz 199; Theophr.; vgl. Ar. Th. 516, wo es übertr. vom männlichen Gliede gebraucht ist; vgl. auch VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κύττᾰρος: ὁ, (κύτος)· ἡ κυψέλη κηρήθρας, ἐν ᾗ τὰ ἔμβρυα τῶν μελισσῶν, σφηκῶν καὶ ἀνθρηνῶν κατατίθενται, Ἀριστοφ. Σφ. 1111, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19., 8., 5. 22, 9., 5. 23, 4, ἀλλ. 2) κοίλωμα ἐντὸς τοῦ καυλοῦ τοῦ κυάμου, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 8, 7· ἰδίως ὁ θάλλων κῶνος τῆς πίτυος, ὁ αὐτ. 3. 3, 8. 3) μεταφ. τοὐρανοῦ τὸν κ., τὸν κοῖλον θόλον τοῦ οὐρανοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 199.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 voûte (du ciel);
2 alvéole, cellule d’abeille.
Étymologie: κύτος.

Greek Monolingual

κύτταρος, ὁ (Α)
1. κυψέλη κηρήθρας
2. κοίλωμα που υπάρχει μέσα στον βλαστό της κουκιάς
3. κώνος πεύκου
4. το ακανθώδες περίβλημα του καρπού τών κυπελλοφόρων φυτών
5. φρ. «κύτταρος οὐρανοῡ» — ο κοίλος θόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τον τ. κύσσαρος δεν φαίνεται πιθανή].

Greek Monotonic

κύττᾰρος: ὁ (κύτος),
1. κελί κυψέλης μελισσών ή σφηκών, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., τοὐρανοῦ τὸν κ., θόλος ουρανού, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύτταρος -ου, ὁ [κύτος] ronde ruimte:. ὥσπερ οἱ σκώληκες ἐν τοῖς κυττάροις zoals de larven in hun cellen Aristoph. Ve. 1111; τοὐρανοῦ τὸν κύτταρον het hemelgewelf Aristoph. Pax 199.