λάρκος

From LSJ
Revision as of 19:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάρκος Medium diacritics: λάρκος Low diacritics: λάρκος Capitals: ΛΑΡΚΟΣ
Transliteration A: lárkos Transliteration B: larkos Transliteration C: larkos Beta Code: la/rkos

English (LSJ)

ὁ,

   A charcoal-basket, Ar.Ach.333, Alex.208, Lys.Fr.139 S. (Dissim. fr. νάρκος, cf. ναρκίον.)

German (Pape)

[Seite 16] ὁ, Korb, bes. Kohlenkorb, Ar. Ach. 350; Alexis bei Poll. 10, 111; VLL. erkl. ἀνθρακικὸν σκεῦος, u. Harpocr. führt es auch aus Lvs. an.

Greek (Liddell-Scott)

λάρκος: ὁ, κοφίνιον, ἀγγεῖον τῶν ἀνθράκων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 333, Ἄλεξ. ἐν «Σπονδοφόρῳ» 1, Λυσ. παρ’ Ἁρπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «λάρκος ἀνθράκων φορμὸς» καὶ «λάρκον πλέγμα φορμῷ ὅμοιον, ἐν ᾧ ἄνθρακας φέρουσιν, ὁτὲ δὲ καὶ ἰσχάδας».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
panier à charbon.
Étymologie: DELG ναρκίον, avec influence de λάρναξ.

Greek Monolingual

λάρκος, ὁ (Α)
κοφίνι, ιδίως για μεταφορά ξυλοκάρβουνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < νάρκος με επίδραση του τ. λάρναξ].

Greek Monotonic

λάρκος: ὁ, κοφίνι για κάρβουνα, καλάθι για άνθρακα, σε Αριστοφ.