λεχαῖος

From LSJ
Revision as of 18:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεχαῖος Medium diacritics: λεχαῖος Low diacritics: λεχαίος Capitals: ΛΕΧΑΙΟΣ
Transliteration A: lechaîos Transliteration B: lechaios Transliteration C: lechaios Beta Code: lexai=os

English (LSJ)

α, ον, (

   A λέχος 1) of or for a couch, φυλλάς A.R.1.1182, cf. Theognost.Can.9.    II (λέχος 4) in the nest, τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων for her nestlings, A.Th.292 (Lachm., for λεχέων).

German (Pape)

[Seite 36] im Bette, im Lager, τέκνων ὑπερδέδοικεν λεχαίων πελειάς Aesch. Spt. 274, die Jungen im Neste; auch φυλλάς, zum Lager, Ap. Rh. 1, 1182.

Greek (Liddell-Scott)

λεχαῖος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλίνην ἢ ἀνάκλιντρον, φυλλὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1182, πρβλ. Θεογνώστ. Καν. σ. 9. 30. ΙΙ. ὁ ἐντὸς ἢ ἐπὶ τῆς κλίνης, τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων, τῶν ἐν τῇ καλιᾷ Αἰσχύλ. Θήβ. 292, κατὰ τὸν Lachm. (ἀντὶ λεχέων), ὅπως συμφωνήσῃ πρὸς τε τὸ μέτρον καὶ τὴν ἔννοιαν.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
couché dans le nid.
Étymologie: λέχος.

Greek Monolingual

λεχαῑος, -αία, -ον (Α) λέχος
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε κλίνη
2. αυτός που βρίσκεται πάνω ή μέσα σε φωλιά («τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

λεχαῖος: -α, -ον (λέχος), αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι, τέκνα λεχαῖα, νεοσσοί, σε Αισχύλ.