μακρολόγος

From LSJ
Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρολόγος Medium diacritics: μακρολόγος Low diacritics: μακρολόγος Capitals: ΜΑΚΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: makrológos Transliteration B: makrologos Transliteration C: makrologos Beta Code: makrolo/gos

English (LSJ)

ον,

   A speaking at length, θεός Com.Adesp.14.1 D., cf. Axiop.1.11: Comp., Pl. Sph.268b; -ώτερος τοῦ συμμέτρου Philostr. VS1.10. Adv. -γως Gal. 17(1).744.

Greek (Liddell-Scott)

μακρολόγος: -ον, ὁ λέγων πολλά, ὁμιλῶν διεξοδικῶς, Πλάτ. Σοφ. 268Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle longuement, prolixe, verbeux.
Étymologie: μακρός, λέγω³.

Greek Monolingual

-ο (Α μακρολόγος, -ον)
1. αυτός που μιλά διεξοδικά, με πολυλογία, με μακρηγορία
2. απεραντολόγος, πολυλογάς.
επίρρ...
μακρολόγως (Α)
1. λεπτομερώς, διεξοδικά
2. με πολυλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -λόγος].

Greek Monotonic

μακρολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μιλάει πολύ, πολυλογάς, σε Πλάτ.