μισθωτικός

From LSJ
Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθωτικός Medium diacritics: μισθωτικός Low diacritics: μισθωτικός Capitals: ΜΙΣΘΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: misthōtikós Transliteration B: misthōtikos Transliteration C: misthotikos Beta Code: misqwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for letting out: ἡ μισθωτική, = μισθαρνητική, mercenary trade, Pl.R.346b; connected with letting, τράπεζα PLond.3.932.2 (iii A.D.). Adv. -κῶς Eust.1695.36.    II Subst. μισθωτικόν, τό, contribution in money or kind made by a tenant, PFlor.85.16 (i A.D.), PAmh.2.88.26 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 191] zum Vermiethen, zum Lohndienst gehörig, ἡ μισθωτικὴ τέχνη, Lohndienst, Plat. Rep. I, 346 ab. – Adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μισθωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μίσθωσιν, εἰς ἐνοικίασιν· ― ἡ μισθωτική, = μισθαρνική, ἐπάγγελμα μισθωτοῦ, Πλάτ. Πολ. 346Α κἑξ. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1695. 36.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ μισθωτικός, -ή, -όν) μισθωτής / μισθωτός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μισθωτή ή στη μίσθωση («μισθωτικοί όροι»)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισθωτική
το επάγγελμα που αποφέρει μισθό, το επάγγελμα του μισθωτού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισθωτικόν
εισφορά σε χρήμα ή σε είδος, η οποία καταβαλλόταν από τον ενοικιαστή ενός κτήματος.
επίρρ...
μισθωτικώς (Μ)
με μισθωτικό τρόπο, με μίσθωση.

Greek Monotonic

μισθωτικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην ή προορίζεται για ενοικίαση· ἡ μισθωτική = μισθαρνική, το επάγγελμα του μισθωτού εργάτη, σε Πλάτ.