νύκτερος

From LSJ
Revision as of 00:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύκτερος Medium diacritics: νύκτερος Low diacritics: νύκτερος Capitals: ΝΥΚΤΕΡΟΣ
Transliteration A: nýkteros Transliteration B: nykteros Transliteration C: nykteros Beta Code: nu/kteros

English (LSJ)

ον,

   A = νυκτερινός, μήνη A.Pr.797 ; ὀνείρατα Id.Pers.176 ; ἄστρων . . νυκτέρων ὁμήγυριν Id.Ag.4 ; ναυκληρία S.Fr.143 ; δεῖμα Id.El.410 ; ν. ἀπελωβήθη by night, Id.Aj.217 (anap.); φύλακες E.Rh.87 : also in late Prose, ν. κοίτη Luc.Am.39 : neut. as Adv., νύκτερον ἀείδουσα Arat.1023.

German (Pape)

[Seite 267] nächtlich; μήνη, Aesch. Prom. 799; ὀνείρατα, Pers. 172, öfter; νύκτερος Αἴας ἀπελωβήθη, in der Nacht, Soph. Ai. 216; νύκτεροι φύλακες, Eur. Rhes. 87, u. öfter in diesem Stück; ᾅδου νύκτερος ἀνάγκα, Hipp. 1388; sp. D., wie Antp. Sid. 87 (VII, 424).

Greek (Liddell-Scott)

νύκτερος: -ον, = νυκτερινός, νύκτ. μήνη Αἰσχύλ. Πρ. 797· ὀνείρατα Πέρσ. 176· ἄστρων ... νυκτέρων ὁμήγυρις ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 4· ναυκληρία Σοφ. Ἀποσπ. 151· δεῖμα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 410· ν. ἀπελωβήθη, διὰ νυκτός, ἐν καιρῷ νυκτός, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 217.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de nuit, nocturne.
Étymologie: νύξ.

Greek Monolingual

νύκτερος, -ον (Α)
1. ο νυχτερινός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) νύκτερον
κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός. Με επίθημα σε -ρ-, πρβλ. νύκτωρ (για το ζεύγος νύκτωρ νύκτερος, πρβλ. ὕδωρὕδερος(βλ. και λ. νύχτα)].

Greek Monotonic

νύκτερος: -ον, = νυκτερινός, σε Αισχύλ., Σοφ.