νυκτιφρούρητος

From LSJ
Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐφρούρητος Medium diacritics: νυκτιφρούρητος Low diacritics: νυκτιφρούρητος Capitals: ΝΥΚΤΙΦΡΟΥΡΗΤΟΣ
Transliteration A: nyktiphroúrētos Transliteration B: nyktiphrourētos Transliteration C: nyktifroyritos Beta Code: nuktifrou/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A watching by night, θράσος A.Pr.861.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτιφρούρητος: -ον, ὁ διὰ νυκτὸς φρουρῶν, φυλάττων, θράσος Αἰσχύλ. Πρ. 862.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait bonne garde la nuit.
Étymologie: νύξ, φρουρέω.

Greek Monolingual

νυκτιφρούρητος, -ον (Α)
αυτός που φρουρεί, που καιροφυλακτεί τη νύχτα («νυκτιφρουρήτῳ θράσει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φρουρῶ).

Greek Monotonic

νυκτιφρούρητος: -ον, αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε Αισχύλ.