ὀνοματοποιέω

From LSJ
Revision as of 00:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομᾰτοποιέω Medium diacritics: ὀνοματοποιέω Low diacritics: ονοματοποιέω Capitals: ΟΝΟΜΑΤΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: onomatopoiéō Transliteration B: onomatopoieō Transliteration C: onomatopoieo Beta Code: o)nomatopoie/w

English (LSJ)

   A coin names, Arist. Cat.7a5, EN1108a18, Top.104b36, Phld.Mus.p.54 K., Ph.1.602, S.E. M.1.314, Gal.2.736.

German (Pape)

[Seite 349] Namen, Wörter machen, bilden, Arist. eth. 2, 7 Categ. 7 u. Folgende, bes. Gramm., nach einem Naturlaut ein Wort bilden, ὀνοματοποιηθεῖσαι λέξεις S. Emp. adv. gramm. 314.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομᾰτοποιέω: ποιῶ, κατασκευάζω ὀνόματα, Ἀριστ. Κατηγ. 7. 11, Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 11· σχηματίζω λέξεις κατὰ μίμησιν τῶν φυσικῶν ἤχων τῶν πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 10, 9· ὀνοματοποιηθεῖσαι λέξεις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 314. ― Παθητ. πρκμ. ὠνοματοπεποίηται Εὐστ. 1382, 30 (ὀρθότ. ὠνοματοποίηται).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 former des noms;
2 former un mot par imitation d’un son naturel, par onomatopée.
Étymologie: ὄνομα, ποιέω.

Greek Monotonic

ὀνομᾰτοποιέω: μέλ. -ήσω, δημιουργώ, πλάθω ονόματα, σε Αριστοφ.