πεντηκόντορος
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
A v. πεντηκόντερος.
German (Pape)
[Seite 558] ἡ, mit u. ohne ναῦς, ein Funfzigruderer; Pind. P. 4, 245; Eur. I. T. 1124 Hel. 1428; Thuc. 1, 14. 6, 43; Folgde, wie Pol. 1, 20, 14. S. πεντηκόντερος.
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκόντορος: (ἐξυπ. ναῦς), ἡ, πλοῖον φορτηγὸν μὲ πεντήκοντα κώπας, Πίνδ. Π. 4. 436, Εὐρ. Ι. Τ. 1124, Θουκ. 4. 14, κτλ. παρ’ Ἡροδ. φέρεται πεντηκόντερος, 1. 152, 163, 164., 3. 41, κ. ἀλλ.· ἀλλ’ ἐν 3. 124., 6. 138, ἀντίγραφά τινα φέρουσι πεντηκόντορος, καὶ ὁ τύπος οὗτος εὑρίσκεται ἐν τῷ Παρίῳ Χρον. (Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 15), πρβλ. τριακόντορος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
à cinquante rames ; abs. navire à cinquante rames.
Étymologie: πεντήκοντα, ἄρω.
Greek Monolingual
η / και πεντηκόντερος, ΝΑ
(στην αρχαία Ελλάδα) παλαιότερος τύπος, φορτηγού κυρίως, πολεμικού πλοίου που χρησιμοποιήθηκε πριν από την καθιέρωση της τριήρους και το οποίο ήταν μακρύ σκαρί, δεν είχε κατάστρωμα, ενώ σε κάθε πλευρά του υπήρχαν 25 κουπιά που τά χειρίζονταν ισάριθμοι κωπηλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + -ορος / -ερος (< ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. τριακόντ-ορος / -ερος].
Greek Monotonic
πεντηκόντορος: (ενν. ναῦς), ἡ, φορτηγό πλοίο με πενήντα κουπιά, σε Πίνδ., Ευρ., Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεντηκόντορος zie πεντηκόντερος.