προσδέρκομαι
γῆ καὶ ὕδωρ πάντ' ἔσθ' ὅσα γίνοντ' ἠδὲ φύονται → earth and water are everything that comes into being and grows, all things that come into being or sprout are earth and water
English (LSJ)
Ep. ποτιδέρκομαι Il.16.10, Od.17.518: aor. Act.
A -έδρᾰκον A.Pr.903 (lyr.), Eu.166(lyr.):—Pass.-εδέρχθην in act. sense, Id.Pr.53: pf. -δέδορκα interpol. in E.Ph.144:—look at, behold, c. acc., Od.20.385, A Il. cc., etc.; προσδέρκεσθέ μ' ὄμμασιν E.Med.1040; ἃς οὔθ' ἥλιος π. ἀκτῖσιν . . A.Pr.796. II look closely, S.OC121 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 755] (s. δέρκομαι), ansehen, anblicken; c. acc., Od. 20, 385; dor. ποτιδέρκομαι, Il. 16, 10 Od. 17, 518; oft bei den Tragg.: μή σ' ἐλινύοντα προσδερχθῇ πατήρ, Aesch. Prom. 53; ἃς οὔθ' ἥλιος προσδέρκεται ἀκτῖσιν, οὔθ' ἡ νύκτερος μήνη, 798; προσδρακεῖν, Eum. 160; προσδέρκου πανταχῆ, Soph. O. C. 122; τί προσδέρκεσθέ μ' ὄμμασιν, Eur. Med. 1040; προσδεδορκώς Phoen. 146.
Greek (Liddell-Scott)
προσδέρκομαι: Δωρικ. ποτιδέρκομαι Ἰλ. Π. 10, Ὀδ. Ρ. 518· μέλλ. -δέρξομαι· ἀόρ. ἐνεργ. -έδρακον Αἰσχύλ. Πρ. 903, Εὐμ. 167, παθ. -εδέρχθην ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 53· πρκμ. -δέδορκα· ἀποθ. Προσβλέπω, βλέπω, παρατηρῶ, μετ’ αἰτ., Ὀδ. Υ. 385, Αἰσχύλ., κλπ.· πρσδέρκεσθέ μ’ ὄμμασι Εὐρ. Μήδ. 1040· ἃς οὔθ’ ἥλιος πρ. ἀκτῖσιν... Αἰσχύλ. Πρ. 796. ΙΙ. βλέπω ἐκ τοῦ πλησίον, «κυττάζω», Σοφ. Ο. Κ. 122.
French (Bailly abrégé)
f. προσδέρξομαι, ao. προσέδρακον ou προσεδέχθην, etc.
regarder vers ou en face, considérer, acc..
Étymologie: πρός, δέρκομαι.
Greek Monolingual
Α
1. βλέπω, κοιτάζω κάποιον
2. βλέπω από κοντά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»].
Greek Monotonic
προσδέρκομαι: Δωρ. ποτι-δέρκομαι· μέλ. -δέρξομαι· με Ενεργ. αορ. βʹ -έδρᾰκον, Παθ. αόρ. αʹ -εδέρχθην, παρακ. -δέδορκα, αποθ.
I. παρατηρώ, βλέπω, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.
II. βλέπω από κοντά, σε Σοφ.