πωλοδαμνέω
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
A break young horses, E.Rh.187,624, X.Oec.3.10; ἵπποι πωλοδαμνηθέντες Plu.2.2e. 2 metaph., train, αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν S.Aj.549; π. τὴν νεότητα Luc.Am.45; νεότης πωλοδαμνεῖται Plu.2.13e.
German (Pape)
[Seite 827] ein Fohlen bändigen, ein junges Pferd abrichten und zureiten; π ωλοδαμνήσας, Eur. Rhes. 187. 624; Luc. amor. 15; Plut.; u. übertr., erziehen, αὐτίκ' ὠμοῖς αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν κἀξομοιοῦσθαι φύσιν, Soph. Ai. 545.
Greek (Liddell-Scott)
πωλοδαμνέω: δαμάζω καὶ ἐκγυμνάζω νέους ἵππους, Εὐριπ. Ρῆσ. 187, 624, Ξενοφ. Οἰκ. 3, 10· ἵπποι πωλοδαμνηθέντες Πλούτ. 2. 2F. 2) μεταφ., ὡς τὸ πωλεύω, παιδαγωγῶ, αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν Σοφ. Αἴ. 549· π. τὴν νεότητα Λουκ. Ἔρωτ. 45· νεότης πωλοδαμνεῖται Πλούτ. 1. 13Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 dompter des poulains ; en gén. dresser de jeunes chevaux;
2 p. ext. dresser, former, fig.
Étymologie: πωλοδάμνης.
Greek Monotonic
πωλοδαμνέω: μέλ. -ήσω,
1. δαμάζω και εκπαιδεύω νεαρά άλογα, σε Ευρ., Ξεν.
2. μεταφ., παιδαγωγώ, σε Σοφ.