πώρινος

From LSJ
Revision as of 01:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πώρῐνος Medium diacritics: πώρινος Low diacritics: πώρινος Capitals: ΠΩΡΙΝΟΣ
Transliteration A: pṓrinos Transliteration B: pōrinos Transliteration C: porinos Beta Code: pw/rinos

English (LSJ)

λίθος,=

   A πῶρος 1, Hdt.5.62, Ar.Fr.510 (pl.), Paus.6.19.1; λατόμια . . π. SIG1182.12 (Ephesus, iii B.C.); λιθουργοῖς τῶν π. IG12.336.10.

German (Pape)

[Seite 828] von Tuffstein; λίθος πώρινος, Tuffstein, Her. 5, 62; Ar. bei Poll. 10, 173.

Greek (Liddell-Scott)

πώρῐνος: -η, -ον, ἴδε πῶρος Ι.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de tuf : πώρινος λίθος HDT pierre de l’espèce du tuf.
Étymologie: πῶρος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πώρινος, -η, -ον, ΝΑ
κατασκευασμένος από πωρόλιθο («πώρινο άγαλμα»)
αρχ.
φρ. α) «πώρινος λίθος» — πωρόλιθος
β) «λατομίον πώρινον» ή απλώς «πώρινον» — λατομείο πωρόλιθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Greek Monotonic

πώρῐνος: -η, -ον, βλ. πῶρος.