σαρκοφανής

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοφᾰνής Medium diacritics: σαρκοφανής Low diacritics: σαρκοφανής Capitals: ΣΑΡΚΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: sarkophanḗs Transliteration B: sarkophanēs Transliteration C: sarkofanis Beta Code: sarkofanh/s

English (LSJ)

ές,

   A with a fleshy outside, S.E.P.1.50.    II Subst., open-work garment, ἄρτι μοι πέμψον σαρκοφανὴν ἔχοντα κτλ. POxy. 936.26 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοφᾰνής: -ές, ὁ ὡς σὰρξ φαινόμενος, ἔχων σαρκῶδες ἐξωτερικόν, Σέξτ. Ἐμπ. 1. 50.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει σαρκώδες περίβλημα, που μοιάζει εξωτερικά με σάρκα
2. (στο αρσ. ως ουσ.) σαρκοφανής
ένδυμα με ανοίγματα που επέτρεπαν να φαίνεται η σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. ιππο-φανής, ξυλο-φανής].