σκυτοτομεῖον

From LSJ
Revision as of 11:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοτομεῖον Medium diacritics: σκυτοτομεῖον Low diacritics: σκυτοτομείον Capitals: ΣΚΥΤΟΤΟΜΕΙΟΝ
Transliteration A: skytotomeîon Transliteration B: skytotomeion Transliteration C: skytotomeion Beta Code: skutotomei=on

English (LSJ)

τό,

   A shoemaker's shop, Lys.24.20, Macho ap.Ath. 13.581d (v.l. -ιον).

German (Pape)

[Seite 909] τό, = σκυτοτόμιον, Lys. 24, 20.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοτομεῖον: τό, τὸ ἐργαστήριον τοῦ σκυτοτόμου ἢ ὑποδηματοποιοῦ, Λυσ. 170. 9, Μάχων παρ’ Ἀθην. 581D (διάφορ. γραφ. -ιον).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
atelier ou boutique de cordonnier.
Étymologie: σκυτοτόμος.

Greek Monolingual

και σκυτοτόμιον, τὸ, Α σκυτοτόμος
το εργαστήρι του σκυτοτόμου, υποδηματοποιείο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτοτομεῖον -ου, τό [σκυτοτόμος] werkplaats of winkel van een schoenmaker, schoenmakerij.