συγκαταλαμβάνω
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
A seize, take possession of together, X.Cyr.4.2.42; occupy at the same time, in a military sense, τὸ χωρίον Th.7.26; τὴν πόλιν Isoc.19.19. 2 comprehend together with, τινι D.L.9.97 (Pass.). 3 take in with, τὰ συγκαταλαμβανόμενα τῶν πνευμάτων αὐτοῖς the air which they have taken in with their food, Diocl.Fr.141.
German (Pape)
[Seite 965] (s. λαμβάνω), zusammen wegnehmen, κοινῶν τῶν χρημάτων ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι, Xen. Cyr. 4, 2, 27; – mit zusammenfassen, einbegreifen, dah. mit Mauern umgeben, Thuc. 6, 26.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, καταλαμβάνω ὁμοῦ, λαμβάνω καὶ κατέχω ὁμοῦ, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42· καταλαμβάνω, λαμβάνω ὑπὸ τὴν κατοχήν μου συγχρόνως, ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, τὸ χωρίον Θουκ. 7. 26· τὴν πόλιν Ἰσοκρ. 488Α. 2) συμπεριλαμβάνω, τινὶ Διογ. Λ. 9. 97, ἐν τῷ παθ. 3) συμπεραίνω ἐκ δεδομένων, Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 394.
French (Bailly abrégé)
s’emparer en même temps de ; t. milit. occuper en même temps, acc..
Étymologie: σύν, καταλαμβάνω.
Greek Monolingual
Α
1. καταλαμβάνω μαζί με κάποιον («ὧν οὐκ ἀγνοῳ ὅτι δυνατὸν ἡμῑν κοινῶν ὄντων τοῑς συγκατειληφόσι νοσφίσασθαι», Ξεν.)
2. κυριεύω συγχρόνως, παίρνω στην κατοχή μου συγχρόνως με άλλον («ἐπειδή ξυγκατέλαβε τὸ χωρίον παρέπλει ἐπί τῆς Κερκύρας», Θουκ.)
3. συμπεριλαμβάνω
4. παίρνω κάτι μαζί με άλλον
5. συμπεραίνω από δεδομένα.
Greek Monolingual
Α
1. καταλαμβάνω μαζί με κάποιον («ὧν οὐκ ἀγνοῳ ὅτι δυνατὸν ἡμῑν κοινῶν ὄντων τοῑς συγκατειληφόσι νοσφίσασθαι», Ξεν.)
2. κυριεύω συγχρόνως, παίρνω στην κατοχή μου συγχρόνως με άλλον («ἐπειδή ξυγκατέλαβε τὸ χωρίον παρέπλει ἐπί τῆς Κερκύρας», Θουκ.)
3. συμπεριλαμβάνω
4. παίρνω κάτι μαζί με άλλον
5. συμπεραίνω από δεδομένα.
Greek Monotonic
συγκαταλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, αρπάζω, καταλαμβάνω κάτι από κοινού, σε Ξεν.· καταλαμβάνω συγχρόνως, συγκυριεύω, συλλαμβάνω, λέγεται με στρατιωτική σημασία, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καταλαμβάνω, Att. ook ξυγκαταλαμβάνω samen de hand leggen op, samen in bezit nemen. Xen. Cyr. 4.2.42. volledig innemen. Thuc. 7.26.3.