συριστής

From LSJ
Revision as of 11:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συριστής Medium diacritics: συριστής Low diacritics: συριστής Capitals: ΣΥΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: syristḗs Transliteration B: syristēs Transliteration C: syristis Beta Code: suristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, also συρ-ικτής, Arist.Pr.917a8, Corn.ND27; συρ-ίγκτης (s. v.l.) Phot.

   A s.v. λαπήττειν; Dor. -ικτάς Theoc.7.28, AP6.73 (Maced.), 237 (Antist.); and συρ-ιστήρ, ῆρος, ib.5.205 (Leon.):—player on the Panspipe, piper, SIG 589.45 (Magn. Mae., ii B.C.), 1257 (Ephesus, i A.D.), PGnom.187 (ii A.D.), Luc.Syr.D.43; whistling, of the pipe, AP5 l.c.; of branches, ib.6.237 (Antist.).    II the male crane, so called from his note, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1040] ὁ, 1) der Pfeifende, auf der Pfeife Blasende, Spielende, bes. der die Hirtenflöte (σῦριγξ) spielt, Luc. de dea Syr. 43. – 2) der männliche Kranich, wegen seiner gellenden Stimme, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σῡριστής: -οῦ, ὁ, ὁ παίζων τὴν σύριγγα (ἴδε σῦριγξ). αὐλητής. Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 43· ὡσαύτως συρικτής, Ἀριστ. Πρβλ. 18. 6, 1· Δωρικ. συρικτάς, Θεόκρ. 7. 28, Ἀνθ. Π. 6. 73, 237· καὶ συριστήρ, ῆρος, αὐτόθι 206. ΙΙ. «γέρανος ἄρρην» Ἡσύχ., πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1483.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
joueur de flûte ou de chalumeau.
Étymologie: συρίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. συρικτής.

Greek Monotonic

σῡριστής: -οῦ, ὁ (συρίζω), αυλητής, μουσικός που παίζει το πνευστό μουσικό όργανο σῦριγξ, δηλ. τον αυλό, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συριστής -οῦ, ὁ [συρίζω] panfluitspeler.