σώρευμα

From LSJ
Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σώρευμα Medium diacritics: σώρευμα Low diacritics: σώρευμα Capitals: ΣΩΡΕΥΜΑ
Transliteration A: sṓreuma Transliteration B: sōreuma Transliteration C: sorevma Beta Code: sw/reuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A heap, pile, X Cyr.7.1.32, Eub.47.

German (Pape)

[Seite 1060] τό, das Angehäufte, der Hause; Xen. Cyr. 7, 1, 32; Ath. XII, 540 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σώρευμα: τό, σωρός, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32, Εὔβουλος ἐν «Κατακολλωμένω» 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
amas, monceau.
Étymologie: σωρεύω.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ σωρεύω
μσν.
συσσώρευση, συγκέντρωση, συνάθροιση
αρχ.
σωρός, σωρεία («ὑπὸ τῶν παντοδαπῶν σωρευμάτων ἐξαλλομένων τῶν τροχῶν», Ξεν.).

Greek Monotonic

σώρευμα: -ατος, τό, σωρός, σωρεία, πληθώρα, σε Ξεν.