συνεξάπτω
From LSJ
English (LSJ)
A set on fire, Plu.2.433d, 929c; τὸν ἔρωτα Hld.7.9; ψυχὴν τῷ νῷ Procl.Inst.129:—Pass., M.Ant.9.9.
German (Pape)
[Seite 1015] mit daran knüpfen, Plut. qu. nat. 1; – mit entzünden, def. or. 42.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξάπτω: ἀνάπτω ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 433D, 929Β· τὸν ἔρωτα Ἡλιόδ. 7. 9. ― Παθ., Μᾶρκ. Ἀντων. 9. 9.
French (Bailly abrégé)
allumer ou enflammer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξάπτω.
Greek Monolingual
Α
1. ανάβω ταυτοχρόνως
2. μτφ. διεγείρω, εξάπτω («συνεξάπτοντος τὸν ἔρωτα», Ηλιόδ.).
Greek Monolingual
Α
1. ανάβω ταυτοχρόνως
2. μτφ. διεγείρω, εξάπτω («συνεξάπτοντος τὸν ἔρωτα», Ηλιόδ.).