ὑπανίημι
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
A remit or relax a little, τὸ λίαν ἀπάνθρωπον Plu.Dio7; ὑ. τῶν δεσμῶν relax the strictness of... J.AJ2.5.1:—Pass., δύναμις ὑπανειμένη μᾶλλον Dsc.1.68. II intr., τοῦ φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plu.Aem.23:—so in Pass., Ph.2.87, al.
German (Pape)
[Seite 1182] (s. ἵημι), ein wenig nachlassen, Sp.; φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plut. Aemil. Paul. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπανίημι: χαλαρώνω ὀλίγον, μετριάζω κἄπως, τὸ λίαν ἀπάνθρωπον Πλουτ. Δίων 7· ὑπανίει τῶν δεσμῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 1. ΙΙ. ἀμεταβ., τοῦ φόβου ὑπανέντος Πλουτ. Αἰμίλ. 23· καὶ οὕτως ἐν τῷ παθ., Φίλων.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπανήσω, ao. ὑπανῆκα, etc.
1 relâcher peu à peu, acc.;
2 intr. se relâcher.
Étymologie: ὑπό, ἀνίημι.
Greek Monolingual
Α
(μτβ. και αμτβ.) μετριάζω κάπως, χαλαρώνω λίγο (α. «ὑπανίει τῶν δεσμῶν», Ιώσ.
β. «τοῡ φόβου μικρὸν ὑπανέντος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀνίημι «χαλαρώνω»].
Greek Monotonic
ὑπανίημι: μειώνομαι ή χαλαρώνω για λίγο, σε Πλούτ.· αμτβ., τοῦφόβου ὑπανέντος (μτχ. αόρ. βʹ), στον ίδ.