δακνώδης

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακνώδης Medium diacritics: δακνώδης Low diacritics: δακνώδης Capitals: ΔΑΚΝΩΔΗΣ
Transliteration A: daknṓdēs Transliteration B: daknōdēs Transliteration C: daknodis Beta Code: daknw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A biting, pungent, Hp. Aph.5.20, Gal.6.237; painful, Mich.in EN499.3.

German (Pape)

[Seite 519] ες, beißend, reizend, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰκνώδης: -ες, (εἶδος) δάκνων, δηκτικός, ἐρεθιστικός, ἐγγικτικός, Ἱπ.. Ἀφ. 1253, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
mordant, piquant.
Étymologie: δάκνω, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
1 medic. mordiente, punzante, irritante ἕλκεσι τὸ μὲν ψυχρὸν δακνῶδες Hp.Aph.5.20, δριμύτης Gal.6.237, cf. Steph.in Gal.239, ῥεῦμα Hp.Epid.1.26.5, φάρυγγες οὐ λίην δακνώδεες Hp.Epid.3.13, πυρετοὶ ... δακνώδεις τῇ χειρί fiebres mordientes al tacto Hp.Epid.6.1.14, περιττώματα Gal.6.240, λεπίδες Aët.2.59
fig. τὸ προΐεσθαι τοῦ λαμβάνειν δακνωδέστερόν ἐστι Mich.in EN 499.3.
2 adv. -ῶς de modo mordiente o punzante δ. ἀλγοῦσι τὴν κεφαλήν Gal.15.688.

Greek Monolingual

δακνώδης, -ες (AM)
1. δηκτικός, τσουχτερός
2. επίπονος, επώδυνος.